- αντιπυρετικό
- antipyrétique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ασπιρίνη — Αντιπυρετικό, αναλγητικό και αντιρρευματικό φάρμακο δοκιμασμένης αποτελεσματικότητας, που προσφέρεται στην κοινή καθημερινή χρήση. Είναι το ακετυλιωμένο παράγωγο του σαλικυλικού οξέος σε μορφή λεπτής κρυσταλλικής σκόνης, λίγο διαλυτής στο νερό.… … Dictionary of Greek
πυραμιδόνη — Χημική ουσία, φάρμακο αντιπυρετικό, παράγωγο της πυραζολόνης, που, εκτός από αντιπυρετικό, είναι και αναλγητικό, γιατί επενεργεί επί του κεντρικού νευρικού συστήματος. Σε θεραπευτικές δόσεις (0,30 γραμμάρια) είναι δυνατόν να προκαλέσει, σε άτομα… … Dictionary of Greek
αλστονία — (alstonia).Γένος φυτών της οικογένειας των αποκυνιδών, ιθαγενών της Ινδίας και της Αυστραλίας. Τα άνθη τους είναι μικρά, λευκά και σχηματίζουν επάκριες ταξιανθίες. Ο καρπός τους είναι πολύσπερμο κεράτιο. Στο γένος ανήκουν καλλωπιστικά,… … Dictionary of Greek
αγκοστούρα — η Βοτ. φλοιός από δύο δέντρα τής Ν. Αμερικής, είδη τών γενών Γαλιπέα και Κουσπαρία (Calipea officinalis και Cusparia trifoliata). (Οικογένεια: Ρουτίδες [Rutaceae]). Είναι πικρός και αρωματικός και χρησιμοποιείται στην ιατρική ως τονωτικό και… … Dictionary of Greek
ανιλιπυρίνη — η (φαρμ.) αναλγητικό και αντιπυρετικό φάρμακο … Dictionary of Greek
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
θερμοβότανο — Γένος φυτών της οικογένειας των δικοτυληδόνων γεντιανίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ερυθραία το κεντούριο. Είναι φυτό ποώδες, διετές, πολύμορφο και συναντάται στους βοσκότοπους και στα δάση της Ελλάδας. Έχει βλαστό διακλαδισμένο προς τα… … Dictionary of Greek
μαόνι — Πολύτιμο ξύλο που προέρχεται από το δέντρο σουιετενία το μαόνι (swietenia mahagoni) και από άλλα συγγενή τροπικά είδη, ιθαγενή των Αντιλλών και της νότιας Αμερικής. Το ξύλο αυτό είναι πολύ συμπαγές, με συνήθως λεπτούς ιστούς και χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
νατραλγίνη — η (φαρμ.) εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που χρησιμοποιείται ως αντιπυρετικό και αναλγητικό φάρμακο … Dictionary of Greek
νοβαλγίνη — και νοβαλζίνη, η (φαρμ.) κατατεθειμένη ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ως δραστική ουσία ένα παράγωγο τής πυραζολόνης και χρησιμοποιείται ως αναλγητικό, αντιπυρετικό και σπασμολυτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nοvalgine … Dictionary of Greek
σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… … Dictionary of Greek